- Υλλείς
- οι / Ὑλλεῑς, ΝΑ(στην αρχαιότητα) μία από τις τρεις παλαιότατες δωρικές φυλές, η οποία είχε ως επώνυμο ήρωά της τον Ύλλο, γιο τού Ηρακλέους και τής Δηιάνειρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Επικρατέστερη φαίνεται η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με το ανθρωπωνύμιο Ὕλλος, ενός από τους γιους τού Ηρακλέους. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται με τη λ. ὕλλος*, είδος ψαριού. Η άποψη, τέλος, ότι η λ. Ὑλλεῖς συνδέεται με το εθνικό Ἰλλυριοί δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.